- άλαλκε
- ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώβλ. και ἀλέξω.[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. ἀλέξω*. Από τον αόρ. β΄ ἤλαλκον (ἄλαλκε) προήλθε υποχωρητικά ο τ. τού μέλλοντα ἀλαλκήσω και ο ενεστωτικός τ. ἀλἀλκωαπό τη μτχ. δε τού ρ. ἀλάλκω προήλθε το όνομα τής πόλης Ἀλαλκομεναί, καθώς και το επίθ. τής Αθηνάς Ἀλαλκομένη*. Στα ρηματικά παράγωγα τής λ. ανήκουν και οι λ. ἄλκαρ* «φυλακτήριο, άμυνα» και ἀλκτὴρ* «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει κάτι». Εξάλλου από την ίδια ρ. προέρχεται και το όνομα ἀλκὶ (που απαντά μόνο σε πτώση δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική φράση ἀλκὶ πεποιθὼς «έχοντας εμπιστοσύνη στην ανδρεία του»), απ’ όπου και το ουσ. ἀλκή*. Τέλος, με τη ρ. ἀλκ- συνδέονται και τα ρήματα ἀλκάθω* «υποστηρίζω» και ἀλκάζω «εφαρμόζω δύναμη», καθώς και τα κύρια ονόματα Ἀλκαῖος, Ἀλκμάων, Ἀλκμέων, Ἀλκμάν, Ἀλκμήνη, Ἄλκιμος.ΠΑΡ. αρχ. Ἀλαλκομεναί, Ἀλαλκομένη, ἄλκαρ, ἀλκτήρ, ἀλκάζω, ἀλκάθωμσν.ἀλαλκτήριον].
Dictionary of Greek. 2013.